- αιμοποιητικός
- η , όν кроветворный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιμοποιητικός — ή, ό ο σχετικός με την αιμοποίηση «αιμοποιητικά όργανα» (βλ. αιμοποίηση). [ΕΤΥΜΟΛ. < ελληνογενές < αίμα + ποιητικός < αιμοποίησις ( η) πρβλ. αγγλ. hemopoietic (< hemopoiesis)] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αιματοποιητικός — ή, ό (Α αἱματοποιητικός, ή, όν) ο αιμοποιητικός* … Dictionary of Greek
αιματοποιός — αἱματοποιός, όν (Μ) ο αιμοποιητικός* … Dictionary of Greek